Erwin Schrödinger: Για τη κρίση της Φυσικής και τη στροφή στην αρχαία φιλοσοφία

Μάλλον όλοι έχουμε ακούσει για τη »γάτα του Σρέντιγκερ». Ποιός είναι όμως ο Erwin Schrödinger, που πήρε το Νόμπελ φυσικής το 1933 (ανάμεσα σε πολλές άλλες διακρίσεις;) Βλ το λήμμα της ελληνικής wikipedia εδώ. Πολύ πιο πλούσιο το λήμμα της αγγλικής wikipedia (βλ. εδώ). 

Στο παρακάτω απόσπασμα από το βιβλίο του Erwin Schrödinger, Φύση και Έλληνες: ο Κόσμος και η Φυσική, βλέπουμε πώς ένας θεωρητικός τη φυσικής νιώθει την ανάγκη να στραφεί στην αρχαία ελληνική φιλοσοφία, ώστε να οδηγηθεί στην κατανόηση των θεμελίων της Δυτικής (μετα)φυσικής, σε μια εποχή που βασικές σταθερές της μοιάζουν να κλονίζονται, υπό το πρίσμα των νέων επιστημονικών εξελίξεων, ιδίως στο χώρο της κβαντικής φυσικής. Είναι το κάλεσμα που απευθύνει η Κρίση στον ερευνητή για αναστοχασμό επί των »καταγωγικών» προυποθέσεων του γνωστικού του αντικειμένου, με τρόπο που μας θυμίζει τη Κρίση των Ευρωπαικών Επιστημών του Edmund Husserl. 

Τί σχέση μπορεί να έχει η Θεωρητική Φυσική με τη Φιλοσοφία; Μόνο ο δογματισμός των επιμέρους »επιστημόνων» και »φιλοσόφων» μπορεί να εμποδίσει την επικοινωνία όλων των τομέων του ανθρώπινου βίου και πνεύματος μεταξύ τους. Κάθε Κρίση μας προκαλεί για μια νέα, πιο σφαιρική αντίληψη, που δεν γνωρίζει απροσπέλαστα σύνορα μεταξύ των »θετικών» των »θεωρητικών» επιστημών.  

Περιγραφή του βιβλίου εδώ

To Φεβρουάριο του 1948, ο Erwin Schroedinger έδωσε τέσσερις δημόσιες διαλέξεις στο Πανεπιστημιακό Kολέγιο του Δουβλίνου με τίτλο «H φύση και οι Έλληνες». Tο περιεχόμενο αφορούσε τη σχέση της επιστήμης με την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, τη διερεύνηση του μεγαλειώδους βήματος που συντελέστηκε στην ιστορία των ιδεών εκείνη την εποχή, την αποκαλούμενη εποχή «γέννησης της επιστήμης» – ένα θέμα εντυπωσιακό και διαχρονικό. 

Στο έργο του «H φύση και οι Έλληνες», ο Schroedinger ανιχνεύει χρονολογικά τα δύο βασικά διέξοδα της σύγχρονης σκέψης: τη ριζική διχοτομία μεταξύ θρησκευτικού και επιστημονικού λόγου, και την κρίση αυτογνωσίας που προκύπτει από την επαφή με τη Φύση. Mελετώντας του Προσωκρατικούς διανοητές, ο στόχος του Schroedinger δεν είναι απλώς διδακτικός και ιστορικός. Πάνω απ’ όλα σκοπεύει να φωτίσει το παράδοξο της σύγχρονης επιστήμης, η οποία πιστεύει ότι προσεγγίζει την ολοκλήρωσή της όσο περισσότερο κατανοεί το ανέφικτο του πράγματος. σελ 9 και επ.

ΑΙΤΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗ ΣΤΡΟΦΗ ΠΡΟΣ ΤΗ ΣΚΕΨΗ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑΣ

Μια προσωπική εμπειρία

Όταν, στις αρχές του 1948, ξεκινούσα έναν κύκλο παραδόσεων σχετικά με το θέμα αυτού του βιβλίου, πίστευα πως θα έπρεπε να αρχίσω με μακροσκελείς εξηγήσεις και συγγνώμες. Από εκείνες τις διαλέξεις στο University College του Δουβλίνου προέκυψε ένα μέρος αυτού του μικρού βιβλίου. Αργότερα συμπλήρωσα το κομμάτι εκείνο με μια τοποθέτηση από τη γωνία της σύγχρονης Επιστήμης, καθώς και με μια σύντομη ανασκόπηση των ιδιαιτεροτήτων των βασικών χαρακτηριστικών, τα οποία πιστεύω ότι αποτελούν το γνώρισμα της σημερινής επιστημονικής εικόνας του Κόσμου.

Ουσιαστική παρότρυνση για μένα ήταν, αφενός μεν να δείξω ότι αυτά τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά —τα οποία σκόπευα να ακολουθήσω πίσω, μέχρι το πλέον πρώιμο στάδιο της Δυτικής φιλοσοφικής σκέψης— ήταν αποτέλεσμα ιστορικής εξέλιξης και όχι λογικής αναγκαιότητας, αφετέρου δε να συλλάβω και να παραθέσω αυτήν τη σκέψη. Ωστόσο, όπως είπα, δεν αισθανόμουν διόλου σίγουρος γι’αυτόν το στόχο, αφού εκείνες οι παραδόσεις δεν ανήκαν στα καθήκοντά μου ως Καθηγητή της Θεωρητικής Φυσικής.Έπρεπε να καταστήσω σαφές (χωρίς ο ίδιος να έχω τελείως πενσθει γι’ αυτό) ότι με τις διηγήσεις περί αρχαίων Ελλήνων στοχαστών δεν ίππευα ένα ξύλινο άλογο, ότι από τη σκοπιά της ειδικότητάς μου δεν επρόκειτο για σπατάλη χρόνου, για μια απασχόληση που ουσιαστικά ανήκε στις ώρες της ραστώνης, αλλά ότι η ελπίδα για μια καλύτερη κατανόηση της σύγχρονης εικόνας του Κόσμου και, κατά συνέπεια μεταξύ άλλων και της σύγχρονης Φυσικής, δικαιολογούσε τα σχέδιά μου.

Λίγους μήνες αργότερα, όταν μίλησα για το ίδιο θέμα στο University College του Λονδίνου (Διαλέξεις Shearman, 1948), είχα ήδη αποκτήσει μια σημαντικά μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση. Έχοντας στηριχτεί εξαρχής σε λαμπρούς ερευνητές της Αρχαιότητας, όπως οι Theodor Gomperz, Cyril Bailey, John Burnet, Benjamin Farrington* — που μερικές από τις αποφασιστικής σημασίας παρατηρήσεις τους θα παραθέσω αργότερα— συνειδητοποίησα πλέον ότι, ερευνώντας την πνευματική κληρονομιά είκοσι αιώνων βαθύτερα από άλλους ερευνητές της Φύσης, οι οποίοι ακολουθούσαν το παράδειγμα και τις συμβουλές του Ernst Mach, δεν ενέδιδα σε μια καθαρά προσωπική κλίση. Σε καμιά περίπτωση δεν ακολούθησα κάποια ιδιότροπη ιδέα αλλά, άθελά μου —όπως συμβαίνει τόσο συχνά— με συνεπήρε ένα ρεύμα σκέψης που βρίσκεται, θα μπορούσαμε να πούμε, ριζωμένο στη διανοητική κατάσταση της εποχής μας. Μάλιστα, κατά τη σύντομη διάρκεια ενός ή δύο ετών εμφανίστηκαν πάρα πολλά βιβλία γραμμένα όχι από ερευνητές της Αρχαιότητας, αλλά από συγγραφείς που το κέντρο του ενδιαφέροντός τους βρίσκεται στον πλούτο των επιστημονικών και φιλοσοφικών ιδεών της εποχής μας. Ωστόσο, οι άνθρωποι αυτοί αφιέρωσαν ένα σημαντικό μέρος του έργου τους στη μελέτη των γραπτών της αρχαιότητας, προσπαθώντας να εξερευνήσουν τις απαρχές της σύγχρονης σκέψης. Αναφέρω εδώ το έργο »The Growth of Physical Science» που μας άφησε ο Sir James Jeans, αυτός ο έξοχος Αστρονόμος και Φυσικός, ο οποίος έγινε γνωστός στο ευρύ κοινό από τις θαυμάσιες εκλαϊκευτικές παρουσιάσεις του.

Σκέπτομαι, επίσης, το εξαίσιο «History of Westem Philosophy του Bertrand Russell, στην πολλαπλή προσφορά του οποίου δεν είναι αναγκαίο μα ούτε και δυνατόν να αναφερθώ. Θέλω μόνο να υπενθυμίσω ότι ο Bertrand Russell ξεκίνησε τη λαμπρή σταδιοδρομία του ως φιλόσοφος των μοντέρνων Μαθηματικών και της Λογικής. Σχεδόν το ένα τρίτο όλων αυτών των έργων ασχολείται με τον Κόσμο των Ιδεών της Αρχαιότητας. Έναν κομψό τόμο —σε παρόμοιο πεδίο έρευνας— που φέρει τον τίτλο «Die Gehurt der Wissenschaft («Η γέννηση της επιστήμης») έλαβα περίπου την ίδια περίοδο από τον συγγραφέα του Anton vonMorl, ο οποίος δεν είναι ερευνητής της Φύσης, ούτε Φιλόσοφος. Απλώς είχε την ατυχία να είναι διευθυντής ασφαλείας του Τιρόλου κατά την εισβολή του Χίτλερ στην Αυστρία, και πλήρωσε για το έγκλημα αυτό με πολυετή κράτηση σε στρατόπεδο συγκέντρωσης·ευτυχώς, κατόρθωσε να επιβιώσει όλου εκείνου του απερίγραπτου τρόμου.

* Σ.τ.μ. Theodor Gomperz (1832 – 1912): Αυστριακός Ελληνιστής, διετέλεσε Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της ΒιέννηςJ ohn Burnet (1863 – 1928): Σκοτσέζος Καθηγητής Φιλολογίας εξέχων Πλατωνιστής Benjamin Farrington: Άγγλος φιλόλογος και συγγραφέας συνέγραψε βιβλία σχετικά με την Επιστήμη στην Αρχαία Ελλάδα.

Δικαιολόγηση μιας αναδρομής

Αν έχω δίκιο που αποκαλώ αυτή τη στάση, μια «τάση χαρακτηριστική για την εποχή μας», τότε ανακύπτουν αυτομάτως τα εξής ερωτήματα: πώς προέκυψε αυτή, τί την προκάλεσε και τί σημαίνει; Ερωτήματα αυτού του είδους δεν μπορούν σχεδόν ποτέ να απαντηθούν ολοκληρωτικά, ακόμη και αν το ρεύμα σκέψης περί του οποίου γίνεται λόγος, βρίσκεται αρκετά πίσω στο παρελθόν ώστε να επιτρέπει μια κατάλληλη ανασκόπηση της συνολικής εικόνας της εποχής εκείνης. Αν όμως πρόκειται για μια πολύ πρόσφατη εξέλιξη τότε, στην καλύτερη περίπτωση, είναι δυνατή η αναγνώριση του ενός ή του άλλου χαρακτηριστικού ή περιστατικού ως επιμέρους αιτίας. Κατά τη γνώμη μου, στο συγκεκριμένο ζήτημα υπάρχουν δύο αιτίες που εξηγούν, τουλάχιστον εν μέρει, γιατί οι εξερευνητές της ιστορίας των ιδεών παρακινούνται προς μια τόσο μακρινή αναδρομή· η μία αιτία έγκειται στην πνευματική και συναισθηματική κατάσταση στην οποία έχει καταλήξει σήμερα εν γένει η ανθρωπότητα. Η άλλη είναι η εξαιρετικά κρίσιμη θέση στην οποία έχουν περιέλθει σχεδόν όλες οι βασικές επιστήμες και μάλιστα με αυξανόμενη σύγχυση, σε αντίθεση προς τη μεγάλη άνθηση που γνωρίζουν τα παράγωγά τουςόπως οι κλάδοι της Μηχανικής, η εφαρμοσμένη Χημεία —συμπεριλαμβανομένης της Πυρηνικής Χημείας— η Ιατρική και η Χειρουργική.

[…]

Η κατάρα του κοσμοθεωρητικού σχίσματος

Όμως, ας επιστρέψουμε στο βασικό θέμα μας. Προσπάθησα να φωτίσω τα εσωτερικά αίτια της φυσικής εχθρότητας μεταξύ επιστήμης και θρησκείας. Οι αντιδικίες που ξεπήδησαν από αυτήν την εχθρότητα κατά το παρελθόν, είναι επαρκώς γνωστές ώστε δε χρειάζεται να τις αναφέρουμε εδώ. Εξάλλου, δεν είναι αυτό το ζήτημα που μας απασχολεί.

Όσο αξιοθρήνητες κι αν υπήρξαν, επέδειξαν ωστόσο ένα αμοιβαίο ενδιαφέρον. Από τη μια πλευρά οι ερευνητές της Φύσης, από την άλλη οι Μεταφυσικοί —τόσο οι δημοσίως αναγορευμένοι, όσο και οι απλώς πολυμαθείς— όλοι είχαν συνειδητοποιήσει ότι η προσπάθειά τους για βαθύτερη γνώση αναφερόταν, τελικά, στο ίδιο αντικείμενο: στον άνθρωπο και τον Κόσμο του. Μια διασυνεννόηση πάνω στις αρκετά διασκορπισμένες απόψεις θεωρήθηκε τότε ως αναγκαία, αλλά δεν έγινε ποτέ πραγματικότητα.

Η ανακωχή, που φαίνεται σήμερα να ισχύει σε αρκετό βαθμό,τουλάχιστον μεταξύ των καλλιεργημένων και των δύο πλευρών, δεν προέκυψε μέσω μιας αρμονικής εξομοίωσης των δύο τρόπων θεώρησης, αλλά μάλλον μέσω μιας απόφασης για αμοιβαία αδιαφορία, η οποία αγγίζει τα όρια της περιφρόνησης. Αν κάποιος τολμήσει, σε μια πραγματεία Φυσικής ή Βιολογίας, ακόμη και σε εκλαϊκευτική έκδοση, να παρεκτραπεί προς τη μεταφυσική πλευρά του αντικειμένου, η πράξη του αυτή θα θεωρηθεί ανάρμοστη. Ο ερευνητής της Φύσης που διαπράττει κάτι τέτοιο, πρέπει να περιμένει αυστηρή κριτική, αν και συχνά είναι αδιευκρίνιστο αν η κριτική αυτή στρέφεται εναντίον κάποιου παραπτώματος σε βάρος της επιστήμης, ήοφείλεται στο ειδικό μεταφυσικό δόγμα που έχει υιοθετήσει εκείνος που ασκεί την κριτική.

Είναι συνάμα θλιβερό και διασκεδαστικό να παρατηρεί κανείς ότι στη μια πλευρά λαμβάνεται πράγματι στα σοβαρά μόνο η επιστημονική γνώση, ενώ στην άλλη, η επιστήμη ανήκει στους καθαρά εγκόσμιους κλάδους, των οποίων τα αποτελέσματα δεν έχουν μεγάλη σημασία και φυσικά οφείλουν να υποχωρούν όποτε έρχονται σεσύγκρουση με την καλύτερη γνώση που μπορεί να αποκτηθεί με άλλον τρόπο, μέσω του καθαρού συλλογισμού ή της αποκάλυψης. Είναι καταθλιπτικό να βλέπει κανείς τις προσπάθειες της ανθρωπότητας να πετύχει ένα μοναδικό σκοπό, ακολουθώντας δύο διαφορετικά και δύσβατα μονοπάτια που διαχωρίζονται από τείχη, ενώ φορά παρωπίδες και δεν επιχειρεί μέσω της ενοποίησης όλων των δυνάμεων, αν όχι να προσφέρει μια πλήρη κατανόηση της Φύσης,τουλάχιστον να δώσει μια πειστική απάντηση στο ερώτημα «τι είναι ο άνθρωπος;», ως παρηγορητική ένδειξη ότι έχει συνειδητοποιήσει την ύπαρξη ενός και του αυτού σκοπού. Πρόκειται για ένα θλιβερό θέαμα, αξιοθρήνητο και μόνον επειδή τα όρια του εφικτού χαράσσονται έτσι πολύ στενότερα απ’ ό,τι αν κινητοποιούνταν όλες οι διαθέσιμες πνευματικές δυνάμεις, ενωμένες και χωρίς προκαταλήψεις.Πάντως, το μειονέκτημα της διαφοροποίησης θα ήταν υποφερτό,αν η παραβολή πράγματι αλήθευε, δηλαδή αν επρόκειτο για δύο διακριτές ομάδες ανθρώπων σε δύο διαφορετικά μονοπάτια. Όμως,δεν είναι έτσι. Πολλοί ανάμεσά μας αμφιταλαντεύονται, ποιον από τους δύο δρόμους να ακολουθήσουν. Πολλοί στενοχωριούνται και μάλιστα κυριεύονται από απελπισία, στη σκέψη ότι πρέπει να στρέφονται εναλλάξ, πότε εναντίον του ενός, και πότε εναντίον του άλλου τρόπου σκέψης.Κι αυτό, επειδή είναι βέβαιο πως η απόκτηση μιας στέρεης, περιεκτικής, επιστημονικής παιδείας, δεν ικανοποιεί εν γένει πλήρως την εσωτερική ανάγκη μας για μια σταθερή, θρησκευτική ή φιλοσοφική στήριξη του εαυτού μας εν όψει των βασάνων της καθημερινής ζωής, ώστε να είμαστε ευτυχισμένοι και να μην επιζητούμε τίποτε περισσότερο.

Αρκετά συχνά, η επιστήμη τραντάζει τις καθιερωμένες θρησκευτικές πεποιθήσεις, χωρίς ωστόσο να τις αντικαθιστά με κάτι άλλο, με αποτέλεσμα το γελοίο φαινόμενο, επιστημονικά καλλιεργημένοι, υψηλού πνευματικού επιπέδου άνθρωποι, να διαθέτουν μια απίστευτα παιδική —μη αναπτυγμένη ή υποτυπώδη— φιλοσοφική κοσμοθεώρηση.

Η αναγκαιότητα μιας υπέρβασης
των κοσμοθεωρητικών αντιθέσεων

Όποιος τώρα ζει κάτω από εξαιρετικά ευχάριστες και εξασφαλισμένες συνθήκες, και θεωρεί ότι αυτές αποτελούν το φυσιολογικό επίπεδο ζωής της ανθρώπινης ύπαρξης, επίπεδο που —χάρη στην αναπόφευκτη πρόοδο στην οποία πιστεύει κανείς— θα διαδίδεται ολοένα και περισσότερο μέχρι να συμπεριλάβει ολόκληρη τη Γη, ο άνθρωπος αυτός τα καταφέρνει στις περισσότερες περιπτώσεις χωρίς την ανάγκη κάποιας φιλοσοφικής κοσμοθεώρησης· αν όχι για πάντα, τουλάχιστον μέχρι να γεράσει, γίνει ανίσχυρος και αντιμετωπίσει το θάνατο ως μια πραγματικότητα.

Βεβαίως, το πρώτο στάδιο της υλικής βελτίωσης η οποία ακολούθησε τα άλματα της σύγχρονης επιστήμης, φαινόταν να επιφέρει μια περίοδο ειρήνης, ασφάλειας και προόδου, όμως προ πολλού τα πράγματα δεν είναι πια έτσι. Δυστυχώς, η κατάσταση έχει αλλάξει. Πολλοί άνθρωποι, μάλιστα ολόκληροι πληθυσμοί, έχουν απωλέσει τη θαλπωρή και την ασφάλεια- το πένθος για τους προσφιλείς νεκρούς συνοδεύεται από την έγνοια για ένα ζοφερό μέλλον τόσο για τα ίδια τα άτομα όσο και για τα παιδιά τους, εφόσον αυτά έχουν επιβιώσει.

Η επιβίωση —για να μην αναφέρουμε τη συνεχή πρόοδο του ανθρώπινου γένους, δεν είναι καθόλου εξασφαλισμένη. Προσωπικές ατυχίες, ενταφιασμένες ελπίδες, επαπειλούμενη αθλιότητα, έλλειψη εμπιστοσύνης στην ευφυΐα, την ακεραιότητα και την εντιμότητα των κυβερνώντων, εγείρουν τη λαχτάρα στους ανθρώπους για μια,έστω αόριστη, όχι πλήρως αποδεικτέα ελπίδα, ότι ο «Κόσμος» μας ή η «ζωή» μας αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι ενός ανώτερου σχεδίου, το οποίο έχει μια βαθύτερη, αδιερεύνητη σημασία. Όμως, εδώ στεκόμαστε μπροστά στο τείχος που χωρίζει τους «δύο δρόμους»,αυτόν της καρδιάς από εκείνον της καθαρής λογικής. Το βλέμμα μας γλιστρά προς τα πίσω, κατά μήκος του τείχους: άραγε δεν μπορούμε να το γκρεμίσουμε; Υπήρχε εκεί ανέκαθεν; Αν ακολουθήσουμε την ελικοειδή πορεία του μέσα από λόφους και κοιλάδες στην ιστορία, θα δούμε να φέγγει στο βάθος μια μακρινή χώρα, σε απόσταση περισσοτέρων των δύο χιλιάδων ετών,μια χώρα όπου το τείχος χαμηλώνει μέχρι που εξαφανίζεται και ο δρόμος είναι ακόμη ένας καν αδιαίρετος. Κάποιοι από εμάς θεωρούν ότι αξίζει τον κόπο να γυρίσουμε πίσω και να δούμε, κατά πόσον μπορούμε να διδαχτούμε κάτι από αυτήν τη δελεαστική, αρχέγονη ενότητα.

Η Ελληνική φιλοσοφία ως πρότυπο

Χωρίς να μιλήσω μεταφορικά, πιστεύω ότι ο λόγος που η φιλοσοφία των Ελλήνων μάς ελκύει σήμερα τόσο έντονα είναι επειδή πουθενά στον Κόσμο, ούτε πριν, ούτε μετά από αυτούς, δεν συγκροτήθηκε ένα τόσο προοδευμένο, καλά διαρθρωμένο οικοδόμημα γνώσεων και σκέψης, χωρίς το μοιραίο σχίσμα που στέκεται εμπόδιο επί αιώνες και σήμερα έχει γίνει πλέον ανυπόφορο. Οπωσδήποτε υπήρξαν και στους αρχαίους Έλληνες αντίθετες απόψεις, τις οποίες υπερασπίζονταν με περίσσιο ζήλο και καμιά φορά με εξίσου ανάρμοστα μέσα —π.χ. κλοπή ιδεών ή καταστροφή γραπτών— όπως συμβαίνει και αλλού και σε άλλες εποχές.Όμως, δεν υπήρχαν περιορισμοί στα θέματα για τα οποία έναςστοχαστής μπορούσε να εκφράσει τη γνώμη του μπροστά σε άλλουςστοχαστές. Ακόμη, υπήρχε η ενιαία άποψη πως όλες οι έρευνεςέχουν ουσιαστικά ένα και το αυτό αντικείμενο και ότι σημαντικάαποτελέσματα σε οποιοδήποτε επιμέρους πεδίο, μπορούν να μεταφέ-ρονται σε οποιοδήποτε άλλο πεδίο, όπου πολύ συχνά επαληθεύονται.

Η ιδέα του εγκιβωτισμού σε στεγανά, δεν είχε βγει ακόμη στην επιφάνεια. Αντιθέτως, κάποιος μπορούσε να επιτιμηθεί επειδή αγνοούσε αυτές τις διασυνδέσεις —για παράδειγμα, οι πρώτοι Ατομικοί κατηγορήθηκαν επειδή αγνόησαν τις ηθικές συνέπειες της παγκόσμιας αναγκαιότητας την οποία διακήρυσσαν και δεν εξήγησαν με ποιον τρόπο τέθηκαν αρχικά σε κίνηση τα άτομα και τα ουράνια σώματα.Και για να το διατυπώσουμε κατά έναν πιο θεατρικό τρόπο: μπορούμε κάλλιστα να φανταστούμε ότι ένας μαθητής της νέας σχολής των Αθηνών επισκέφτηκε τα Αβδηρα με σκοπό τις διακοπές (φρονίμως ποιήσας δεν ενημέρωσε το δάσκαλό του) και όταν τον υποδέχτηκε ο σοφός, πολυταξιδεμένος και παγκοσμίως γνωστός γερο-Δημόκριτος, ο μαθητής τού έθεσε ερωτήματα σχετικά με τα άτομα, την ηθική συμπεριφορά, το Θεό και την αθανασία της ψυχής —χωρίς ο Δάσκαλος να τον αποπέμψει για οποιοδήποτε από αυτά.Πόσο πιθανή είναι σήμερα μια τέτοια συζήτηση πάνω σε ετερόκλητα θέματα, μεταξύ ενός φοιτητή και ενός Καθηγητή; Ωστόσο, είναι πολύ πιθανό να υπάρχουν αρκετοί νέοι άνθρωποι με παρόμοια ποικιλία ερωτημάτων που μπορούν σήμερα να φαντάζουν κάπως παράξενα, τα οποία όμως θα συζητούσαν ευχαρίστως με έναν άνθρωπο της εμπιστοσύνης τους.Εδώ ολοκλήρωσα όσα ήθελα να πω για το ένα από τα δύο σημεία τα οποία, όπως έχω προαναφέρει, θέλω να υποβάλω ως εξήγηση για την αναζωπύρωση του ενδιαφέροντος πάνω στην αρχαία σκέψη. Ακολούθως θα στραφώ στο δεύτερο σημείο, στην κρίση που μαστίζει σήμερα τις βασικές επιστήμες,ο κλονισμός των πνευματικών θεμελίων της Φυσικής.Οι περισσότεροι από εμάς πιστεύουν ότι μια ιδανικά ολοκληρωμένη επιστήμη θα ανήγαγε κάθε φαινόμενο στο χώρο και το χρόνο,κατ’ αρχήν σε διεργασίες οι οποίες είναι τελείως προσιτές και κατανοητές στην (ιδανικά ολοκληρωμένη) Φυσική. Όμως, ακριβώς στη Φυσική εμφανίστηκαν, στις αρχές αυτού του αιώνα, οι πρώτες δονήσεις —Κβαντική Θεωρία και Θεωρία Σχετικότητας— οι οποίες έσεισαν τα θεμέλια των θετικών επιστημών.

Κατά τη διάρκεια της μεγάλης κλασικής περιόδου του 19ου αιώνα —παρότι η υλοποίηση του ιδεώδους, δηλαδή η δυνατότητα περ-γραφής πραγματικά στη γλώσσα της Φυσικής, φαινομένων όπως η εξέλιξη των φυτών, οι φυσιολογικές διεργασίες στον εγκέφαλο ενός σκεπτόμενου ανθρώπου, ή η κατασκευή της φωλιάς ενός χελιδονιού, βρισκόταν ακόμη πολύ μακριά— πίστευαν πως είχαν ξεδιαλύνει το λεξιλόγιο της γλώσσας, στην οποία τελικά θα συντασσόταν η αναφορά, περίπου ως εξής: τα σωματίδια, τα ύστατα συστατικά της ύλης, κινούνται μέσω αμοιβαίων αλληλεπιδράσεων, οι οποίες δεν επιτυγχάνονται άμεσα, αλλά μεταδίδονται μέσω ενός «τα πάντα πληρούντος μέσου», το οποίο μπορεί κανείς, αν θέλει, να ονομάσει αιθέρα. Ήδη, οι λέξεις «κίνηση» και «μετάδοση» υποδηλώνουν ότι ο χώρος και ο χρόνος προσφέρουν το στίβο και το μέτρο για όλες αυτές τις διεργασίες.Ο χώρος και ο χρόνος δεν έχουν καμία άλλη ιδιότητα ή αποστολή παρά, θα μπορούσαμε να πούμε, να αποτελέσουν τη θεατρική σκηνή, στην οποία φανταζόμαστε ότι κινούνται τα σωματίδια και μεταδίδονται οι αλληλεπιδράσεις. Όμως, από τη μια, η σχετικιστική θεωρία της βαρύτητας μας δείχνει πως η διάκριση μεταξύ «ηθοποιού» και «σκηνής» δεν είναι σκόπιμη. Η ύλη και η διάδοση (υπό την έννοια του πεδίου ή του κύματος) ενός πράγματος που μεταδίδει την αλληλεπίδραση, θα ήταν καλύτερο να εκληφθούν ως η μορφή του ίδιου του χωροχρόνου· δεν επιτρέπεται να θεωρηθεί πως,εννοιολογικά, το χωροχρονικό συνεχές προηγήθηκε αυτού που αποτέλεσε ως τώρα το περιεχόμενο του, όπως οι γωνίες ενός τριγώνου δεν προηγήθηκαν του ίδιου του τριγώνου.

Από την άλλη, η Κβαντομηχανική μάς λέει ότι αυτό που παλαιότερα θεωρήθηκε ως το πλέον στοιχειώδες και αυτονόητο χαρακτηριστικό των σωματιδίων, υπερβολικά αυτονόητο ώστε να το θεωρήσουμε άξιο λόγου —δηλαδή, πως τα σωματίδια είναι αναγνωρίσιμες ατομικότητες— έχει μόνο περιορισμένη σημασία. Η ταυτότητα ενός σωματιδίου διατηρείται (σχεδόν) πέραν αμφισβήτησης, μόνο αν το σωματίδιο αυτό κινείται με αρκούντως μεγάλη ταχύτητα σε μια περιοχή, όπου δεν υπάρχουν πολλά σωματίδια του αυτού είδους—διαφορετικά, γίνεται ασαφής. Και με αυτόν τον ισχυρισμό δεν εννοούμε απλώς ότι δεν είμαστε «έργω» ικανοί να παρακολουθήσουμε την κίνηση του σχετικού σωματιδίου, όχι —η ίδια η έννοια της ταυτότητας χάνει το νόημά της. Παράλληλα μας λένε ότι, πάντοτε όταν η αλληλεπίδραση συνίσταται σε κύματα μικρού μήκους και ασθενούς έντασης, όπως συμβαίνει πολύ συχνά, τότε η ίδια λαμβάνει τη μορφή σχετικά καλώς αναγνωρίσιμων σωματιδίων —σε πείσμα της παλαιότερής μας περιγραφής της, με τη μορφή των κυμάτων.

Τα σωματίδια, τα οποία αναπαριστάνουν την αλληλεπίδραση κατά τη διάρκεια της διάδοσής της είναι, σε κάθε περίπτωση, διαφορετικά από εκείνα που αλληλεπιδρούν ωστόσο, έχουν και εκείνα την αξίωση να ονομάζονται σωματίδια. Συνοψίζοντας: σωματίδια κάθε είδους εμφανίζουν επίσης ιδιότητες κυμάτων, και μάλιστα τόσο πιο έντονα, όσο βραδύτερα κινούνται και όσο μεγαλύτερη είναι πυκνότητά τους, με αποτέλεσμα μια ανάλογη απώλεια της προσωπικότητάς τους.

Οι συνέπειες, τις οποίες θα παρουσιάσω αμέσως μετά από αυτή τη σύντομη ανασκόπηση, ενισχύονται ακόμη περισότερο αν στραφώ στην «άρση του εμποδίου ανάμεσα στον παρατηρητή και στο παρατηρηθέν», κάτι που ορισμένοι θεωρούν ως μια ακόμη πιο ριζοσπαστική, πνευματική επανάσταση,ενώ εγώ διαβλέπω σε αυτήν μόνο έναν πολύ υπερεκτιμημένο, προσωρινού χαρακτήρα τρόπο θεώρησης, χωρίς βαθύτερη σημασία.

Όπως κι αν έχουν τα πράγματα, το σημαντικό για μένα είναι το εξής: η σύγχρονη αντίληψη, που οι δημιουργοί της απέχουν ακόμη πολύ από την πραγματική κατανόησή της, σήμανε μια διάρρηξη στο σχετικά απλό πλαίσιο της θεωρίας της Φυσικής, η οποία γύρω στο τέλος του 19ου αιώνα φαινόταν αρκετά σταθερή. Η διάρρηξη ηυτή, υπό μία έννοια, ανέτρεψε όσα είχαν χτιστεί πάνω στα θεμέλια που είχαν τεθεί τον 17ο αιώνα από τον Γαλιλαίο, τον Huygens κα ιτον Νεύτωνα. Μάλιστα, τα ίδια τα θεμέλια τρίζουν. Οπωσδήποτε, είμαστε παντού ακόμη υπό την επήρεια εκείνης της μεγαλειώδους εποχής. Συνεχίζουμε βεβαίως να χρησιμοποιούμε τις βασικές έννοιές της, σε μια μορφή με την οποία οι δημιουργοί τους μόλις και μετάβίας θα τις αναγνώριζαν.

Όμως, παράλληλα, συνειδητοποιούμε πως έχουμε εξαντλήσει όλα τα μέσα. Στο σημείο αυτό, είναι φυσικό να θυμηθούμε πως οι διανοητές που ξεκίνησαν τη διαμόρφωση της σημερινής επιστήμης,δεν άρχισαν από μηδενική αφετηρία. Ασφαλώς δεν ήταν δυνατόν να δανειστούν πολλά από τους προηγούμενους αιώνες της εποχής μας,ωστόσο πέτυχαν πράγματι την αναβίοκτη και τη συνέχιση της επι-στήμης και φιλοσοφίας της Αρχαιότητας.

Από την αρχαία αυτή πηγή, η οποία επέβαλλε το σεβασμό λόγω,τόσο της ηλικίας όσο και της μεγάλης αυθεντικότητάς της, οι πατέρες της σύγχρονης επιστήμης άντλησαν προϋπάρχουσες ιδέες καιανεξακρίβωτες υποθέσεις κι ύστερα με τη δική τους αυθεντία, τουςπροσέδωσαν διάρκεια. Αν είχε διατηρηθεί το εξαιρετικά ευέλικτο και ευφυές πνεύμα της Αρχαιότητας, οι ιδέες αυτές θα είχαν συζητηθεί περισσότερο και τα σφάλματα θα είχαν διορθωθεί. Μια προκατάληψη αναγνωρίζεται ευκολότερα στην πρωτογενή, αθώα μορφή με την οποία πρωτοεμφανίζεται, παρά αργότερα όταν θα έχει εξελιχθεί σε ένα εξεζητημένο, αποστεωμένο δόγμα. Πραγματικά, έχει κανείς την εντύπωση ότι η επιστήμη κωλύεται από βαθιά ριζω-μένες νοητικές συνήθειες, ορισμένες από τις οποίες αναγνωρίζονταιμε μεγάλη δυσκολία, ενώ άλλες είναι ήδη γνωστές. Η Θεωρία της Σχετικότητας κατάργησε τις Νευτώνειες έννοιες του απολύτου χώρου και του απολύτου χρόνου, με άλλα λόγια, τις έννοιες της απόλυτης ηρεμίας και του απολύτως ταυτόχρονου και, τουλάχιστον, εξεδίωξε από την κυρίαρχη θέση του το πατριαρχικό ζεύγος «δύναμης και ύλης».

Η Κβαντική Θεωρία επεξέτεινε τον Ατομισμό σχεδόν στο έπακρο, ενώ παράλληλα τον έριξε σε μια κρίση η οποία είναι σοβαρότερη απ’ ό,τι θέλουν να παραδεχτούν οι περισσότεροι από εμάς. Συνολικά, η κρίση που μαστίζει τις βασικές σημερινές επιστήμες υποδεικνύει την αναγκαιότητα μιας όσο το δυνατόν βαθύτερης αναθεώρησης των θεμελίων τους.

Αντιγραφή από το bestimmung.blogspot.gr

Σχολιάστε

Η ηλεκτρονική εφημερίδα του Π. Φαλήρου